- εφάμαρτος
- ἐφάμαρτος, -ον (Μ) [εφαμαρτάνω]1. αυτός που αποδοκιμάζεται από την ηθική, ο σφαλερός, ο ανήθικος («ἐφάμαρτος συνήθεια», Στουδ. Θεόδ.)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποπέσει σε σφάλμα, σε παράπτωμα, ο αμαρτωλός3. το ουδ. ως ουσ. τo ἐφάμαρτονη αμαρτία.επίρρ...ἐφαμάρτως (Μ)με ανήθικο τρόπο, με αμαρτωλό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.